προφέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προφέρω < αρχαία ελληνική προφέρω < προ- + φέρω (φέρνω μπροστά)

Ρήμα[επεξεργασία]

προφέρω

  1. αρθρώνω φθόγγους και λέξεις
  2. μιλάω με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]