προφανώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προφανώς < ελληνιστική κοινή προφανῶς < αρχαία ελληνική προφανής
Επίρρημα[επεξεργασία]
προφανώς
- με προφανή τρόπο, αδιαμφισβήτητα, σαφώς
- ※ Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του βουλευτού Τ. Κλαύδιου Λύκου, ο οποίος πέθανε το 147/148 μ.Χ., και σύμφωνα με την επιγραφή της σαρκοφάγου του, η οποία βρέθηκε μετακινημένη, έχτισε μέσα σε δική του γη ένα «κηποτάφιο», δηλαδή έναν περίκλειστο κήπο με δένδρα και λουλούδια, όπου τοποθέτησε σαρκοφάγους, προφανώς της οικογένειάς του και ανδριάντες. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προφανώς