προϋπηρεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προϋπηρεσία < προϋπηρε(τώ) + -σία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προϋπηρεσία θηλυκό
- η υπηρεσία που έχει κάποιος σε προηγούμενη ίδια ή παρόμοια με την τωρινή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προϋπηρετώ
- → δείτε τις λέξεις προ και υπηρετώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προϋπηρεσία