πρωτεύουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτεύουσα οι πρωτεύουσες
      γενική της πρωτεύουσας των πρωτευουσών
    αιτιατική την πρωτεύουσα τις πρωτεύουσες
     κλητική πρωτεύουσα πρωτεύουσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτεύουσα < θηλυκό του πρωτεύων, της μετοχής ενεστώτα του πρωτεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capitale ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Hauptstadt)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈte.vu.sa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτεύουσα θηλυκό

  1. η πόλη στην οποία εδρεύει η κυβέρνηση μιας χώρας
  2. η πόλη στην οποία εδρεύουν οι διοικητικές αρχές ενός νομού
  3. (κατ’ επέκταση) πόλη που συγκεντρώνει τις σημαντικότερες δραστηριότητες για έναν τομέα
    ※  Λένε ότι το Μιλάνο είναι η οικονομική πρωτεύουσα της Ιταλίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]