πρωτοκολλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοκολλώ < πρωτόκολλ(ον) + , (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρωτοκολλῶ (μαρτυρείται από το 1871)[1] < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική enregistrer, συνώνυμο του protocole.[2] [3] Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτο- + κολλώ.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.to.koˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐κολ‐λώ
τονικό παρώνυμο: πρωτόκολλο

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωτοκολλώ, -είς.../, -άς..., αόρ.: πρωτοκόλλησα, παθ.φωνή: πρωτοκολλούμαι/πρωτοκολλώμαι/πρωτοκολλιέμαι, π.αόρ.: πρωτοκολλήθηκα, μτχ.π.π.: πρωτοκολλημένος[4]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πολλαπλές κλίσεις:[5]
πρωτοκολλώ, -είς, -εί, ... πρωτοκολλούμαι, -είσαι, -είται, ...

πρωτοκολλώ, -άς, -ά, ... πρωτοκολλώμαι, -άσαι, -άται, ... [6]

  • & πρωτοκολλιέμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πρωτοκολλάω, -ῶ - σελ. 866, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. πρωτοκολλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. s.v. πρωτόκολλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. Λέξεις με πρωτοκολλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
  5. πρωτοκολλώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  6. πρωτοκολλώ, -άς... πρωτοκολλώμαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)