πρωτοσύγκελλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοσύγκελλος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοσύγκελλος < πρωτο- + σύγγελος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτοσύγκελλος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]