πρόβλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόβλημα < αρχαία ελληνική πρόβλημα < προβάλλω (οτιδήποτε προβάλλεται ως προεξοχή, εμπόδιο, μέσο άμυνας, εργασία κλπ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.vli.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόβλημα ουδέτερο
- ένα ερώτημα, συνήθως μαθηματικό, που για να απαντηθεί πρέπει με επιστημονικό τρόπο να συνδυαστούν κάποια δεδομένα και να γίνουν κάποιοι λογικοί συλλογισμοί ή και κάποιες πράξεις
- (γενικότερα) μια δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπιστεί και να υπερπηδηθεί με κάποιες ενέργειες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόβλημα