πρόκληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόκληση οι προκλήσεις
      γενική της πρόκλησης* των προκλήσεων
    αιτιατική την πρόκληση τις προκλήσεις
     κλητική πρόκληση προκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρόκληση < αρχαία ελληνική πρόκλησις < προκαλῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɾo.kli.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρόκληση θηλυκό

  1. η ενέργεια του προκαλώ, η δημιουργία
    η πρόκληση επεισοδίων
  2. η ενέργεια με την οποία προκαλώ κάποιον σε αντιπαράθεση
  3. το κάλεσμα προς την αντιμετώπιση δύσκολου προβλήματος ή την επίτευξη (μεγάλου) στόχου, και κατ' επέκταση το ίδιο το πρόβλημα ή ο στόχος
  4. προκλητική ενέργεια ή πράγμα
    αυτό το παγωτό είναι μια σκέτη πρόκληση
    νέα πρόκληση: παραβίαση του εθνικού εναέριου χώρου από πολεμικά αεροπλάνα
  5. (δίκαιο) το δικόγραφο με το οποίο καλείται ο αντίδικος να εγείρει αγωγή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]