πρώτος αριθμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρώτος αριθμός → δείτε τις λέξεις πρώτος, αριθμός και πρωταριθμία
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πρώτος αριθμός αρσενικό
- ένας φυσικός αριθμός μεγαλύτερος της μονάδας με την ιδιότητα οι μόνοι φυσικοί διαιρέτες του να είναι η μονάδα και ο εαυτός του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρώτος αριθμός