πτολεμαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτολεμαϊκός < Πτολεμαῖος
Επίθετο[επεξεργασία]
- πτολεμαϊκός, -ή, -όν
- ο αναφερόμενος ή αυτός που ανήκει στον Πτολεμαίο Α΄, ή στο βασιλικό γένος των Πτολεμαίων