πτωματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωματικός η πτωματική το πτωματικό
      γενική του πτωματικού της πτωματικής του πτωματικού
    αιτιατική τον πτωματικό την πτωματική το πτωματικό
     κλητική πτωματικέ πτωματική πτωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωματικοί οι πτωματικές τα πτωματικά
      γενική των πτωματικών των πτωματικών των πτωματικών
    αιτιατική τους πτωματικούς τις πτωματικές τα πτωματικά
     κλητική πτωματικοί πτωματικές πτωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωματικός < → δείτε τη λέξη πτώμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pto.ma.tiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

πτωματικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]