πτώχευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτώχευση οι πτωχεύσεις
      γενική της πτώχευσης* των πτωχεύσεων
    αιτιατική την πτώχευση τις πτωχεύσεις
     κλητική πτώχευση πτωχεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτωχεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτώχευση < πτωχεύω + -σις/-ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώχευση θηλυκό

  1. (νομ.) η γνωστοποίηση και επισημοποίηση της αδυναμίας πληρωμής ή εξώφλησης υποχρεώσεων είτε ατόμου, είτε επιχείρησης είτε κράτους, που έχει με τη σειρά της διάφορες νομικές συνέπειες για τον πτωχεύσαντα
  2. (κατ’ επέκταση) η αναπαραδιά
    Παιδιά, εγώ κηρύσσω πτώχευση, πληρώστε εσείς το λογαριασμό (π.χ. του μπαρ)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]