πυγμάχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πυγμάχος οι πυγμάχοι
      γενική του/της πυγμάχου των πυγμάχων
    αιτιατική τον/την πυγμάχο τους/τις πυγμάχους
     κλητική πυγμάχε πυγμάχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυγμάχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυγμάχος < πυγμ(ή) + -μάχος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /piɣˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυγ‐μά‐χος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυγμάχος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πυγμή και μάχη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυγμάχος οἱ πυγμάχοι
      γενική τοῦ πυγμάχου τῶν πυγμάχων
      δοτική τῷ πυγμάχ τοῖς πυγμάχοις
    αιτιατική τὸν πυγμάχον τοὺς πυγμάχους
     κλητική ! πυγμάχε πυγμάχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυγμάχω
γεν-δοτ τοῖν  πυγμάχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυγμάχος < πυγμ(ή) + -μάχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυγμάχος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πυγμή και μάχη

Πηγές[επεξεργασία]