πυξιδοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυξιδοθήκη οι πυξιδοθήκες
      γενική της πυξιδοθήκης των πυξιδοθηκών
    αιτιατική την πυξιδοθήκη τις πυξιδοθήκες
     κλητική πυξιδοθήκη πυξιδοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυξιδοθήκη < πυξίδ(α) + -ο- + -θήκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυξιδοθήκη θηλυκό

  • κουτί στο οποίο φυλάσσεται η πυξίδα των πλοίων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]