πυροδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροδοτώ < πυρ + -ο- + -δοτώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pi.ɾo.ðoˈto/

Ρήμα[επεξεργασία]

πυροδοτώ (παθητική φωνή: πυροδοτούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) μεταδίδω πυρ σε εκρηκτικό γέμισμα
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ την αρχή μελλοντικών αντιδράσεων, εξελίξεων ή ενεργειών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]