πυρρίχιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρρίχιος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυρρίχιος αρσενικό

  • είδος χορού

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]