πυρφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρφόρος η πυρφόρος
πυρφόρα
το πυρφόρο
      γενική του πυρφόρου της πυρφόρου
πυρφόρας
του πυρφόρου
    αιτιατική τον πυρφόρο την πυρφόρο
πυρφόρα
το πυρφόρο
     κλητική πυρφόρε πυρφόρε
πυρφόρα
πυρφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρφόροι οι πυρφόροι
πυρφόρες
τα πυρφόρα
      γενική των πυρφόρων των πυρφόρων των πυρφόρων
    αιτιατική τους πυρφόρους τις πυρφόρους
πυρφόρες
τα πυρφόρα
     κλητική πυρφόροι πυρφόροι
πυρφόρες
πυρφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρφόρος < αρχαία ελληνική πυρφόρος, μορφολογικά αναλύεται πυρ + -φόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρφόρος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πυρφόρος τὸ πυρφόρον
      γενική τοῦ/τῆς πυρφόρου τοῦ πυρφόρου
      δοτική τῷ/τῇ πυρφόρ τῷ πυρφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν πυρφόρον τὸ πυρφόρον
     κλητική ! πυρφόρε πυρφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πυρφόροι τὰ πυρφόρ
      γενική τῶν πυρφόρων τῶν πυρφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς πυρφόροις τοῖς πυρφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πυρφόρους τὰ πυρφόρ
     κλητική ! πυρφόροι πυρφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πυρφόρω τὼ πυρφόρω
      γεν-δοτ τοῖν πυρφόροιν τοῖν πυρφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρφόρος < πῦρ + -φόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

πυρφόρος, -ος/-α, -ο

  • που φέρει φωτιά
    1. ο κεραυνός, τα βέλη με φωτιά
    2. επίθετο θεών που φέρουν φωτιά ή λοιμό ή πυρετό στους θνητούς
    3. ιερέας του στρατού των Λακεδαιμονίων που κρατούσε ιερή φωτιά που δεν την άφηνε να σβήσει

Πηγές[επεξεργασία]