πόθεν έσχες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόθεν έσχες < αρχαία ελληνική πόθεν ἔσχες

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

πόθεν έσχες ουδέτερο άκλιτο

  1. (οικονομία) το τεκμήριο απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, η δήλωση, μέσω εντύπου, που περιλαμβάνει τον πλήρη και ακριβή τρόπο που αποκτήθηκε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο εμφανίζεται να έχει το άτομο που καλείται να την υποβάλλει
    για τις υπεράκτιες εταιρείες δεν απαιτείται το πόθεν έσχες προκειμένου να προβούν σε αγορά ακινήτου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]