ρέπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρέπω < αρχαία ελληνική ῥέπω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρέπω
- κλίνω προς μια μεριά ή κατεύθυνση
- (μεταφορικά) έχω τάση ή έφεση προς κάτι