ρίξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρίξιμο | τα | ριξίματα |
γενική | του | ριξίματος | των | ριξιμάτων |
αιτιατική | το | ρίξιμο | τα | ριξίματα |
κλητική | ρίξιμο | ριξίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɾi.ksi.mo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρίξιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή η ενέργεια του ρίχνω
- η ώθηση ενός πράγματος ή το άφημά του, ώστε να ριχτεί προς τα πέρα ή να πέσει προς τα κάτω
- το γκρέμισμα
- η μείωση
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) το κέρδισμα της συναίνεσης κάποιου σε μια υπόθεση
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η εξαπάτηση
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η επίτευξη της συγκατάθεσης κάποιου για ερωτική συνεύρεση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποριξιμιός / απορριξιμιός
- → δείτε τη λέξη ρίχνω