ραβδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ραβδίζοντας τις ελιές (φωτογραφία του 1900)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραβδίζω < αρχαία ελληνική ῥαβδίζω < ῥάβδος

Ρήμα[επεξεργασία]

ραβδίζω

  1. χτυπώ κάποιον με ένα ραβδί, συνήθως εφαρμόζοντας μια σωματική ποινή
  2. χτυπώ τα κλαριά της ελιάς με ένα ραβδί, για να πέσει κάτω ο καρπός

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]