ραμολιμέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραμολιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rammollimento < rammollire < molle < λατινική mollis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(h₂)moldus (μαλακός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραμολιμέντο ουδέτερο
- (προφορικό, μειωτικό) περιφρονητικός χαρακτηρισμός για κάποιον πολύ ηλικιωμένο που έχει χάσει πια τη διαύγεια της σκέψης του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ραμολί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)