ρεζεντά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεζεντά οι ρεζεντάδες
      γενική της ρεζεντάς των ρεζεντάδων
    αιτιατική τη ρεζεντά τις ρεζεντάδες
     κλητική ρεζεντά ρεζεντάδες
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρεζεντά η κίτρινη

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεζεντά < (άμεσο δάνειο) γαλλική réséda < λατινική resedo (ανακουφίζω, ηρεμώ)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεζεντά θηλυκό

  • (φυτό) ποώδες αρωματικό φυτό, του γένους Reseda, με φύλλα που πλαισιώνουν ελικωτά τον βλαστό και άνθη που σχηματίζουν στάχυ και θεραπευτικές ιδιότητες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)