ρεκλάμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεκλάμα οι ρεκλάμες
      γενική της ρεκλάμας των (ρεκλαμών)
    αιτιατική τη ρεκλάμα τις ρεκλάμες
     κλητική ρεκλάμα ρεκλάμες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεκλάμα < γαλλική réclame

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾeˈkla.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεκλάμα θηλυκό

  1. η διαφήμιση
  2. (συνεκδοχικά) η διαφημιστική επιγραφή ή αφίσα
    ※  Φωτεινή η ταμπέλα με τα πελώρια γράμματα. Φωτεινές οι ρεκλάμες που αναβοσβήνανε στις δυο γωνιές του μαγαζιού. (Τάκης Αδάμος Καφεζυθεστιατόριον «Η Μεγάλη Ελλάς» [διήγημα])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]