ρεκόρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεκόρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική record < αγγλική record [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾeˈkoɾ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεκόρ ουδέτερο άκλιτο

  1. η επίδοση ενός αθλητή ή μιας ομάδας η οποία, εφόσον έχει καταγραφεί επίσημα, ξεπερνά τις προηγούμενες επιδόσεις στο ίδιο άθλημα
  2. η υψηλότερη επίδοση μιας τιμής που καταρρίπτει όλες τις προηγούμενες

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κατέχω το ρεκόρ : έχω σημειώσει την καλύτερη μέχρι τώρα επίδοση
  • σπάω ένα ρεκόρ : καταρρίπτω προηγούμενες επιδόσεις

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]