ρισκάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρισκάρω < ρίσκο
Ρήμα[επεξεργασία]
ρισκάρω
- προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος την πιθανότητα μιας άσχημης τροπής
- διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο