ρισκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρισκάρω < ρίσκο

Ρήμα[επεξεργασία]

ρισκάρω

  1. προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος την πιθανότητα μιας άσχημης τροπής
     συνώνυμα: παίρνω τα ρίσκα μου
  2. διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]