ροδακινοπαραγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροδακινοπαραγωγή < ροδάκιν(ο) + -ο- + -παραγωγή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροδακινοπαραγωγή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροδακινοπαραγωγή
|