ροοστάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροοστάτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rheostat < αρχαία ελληνική ῥέω + -στάτης ( < ἵστημι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροοστάτης αρσενικό και ρεοστάτης
- (ηλεκτρολογία) μεταβλητή αντίσταση που παρεμβάλλεται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα για να μεταβάλλει την έντασή του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ποτενσιόμετρο (στην περίπτωση που η συνδεσμολογία είναι τέτοια ώστε να μεταβάλλει την τάση και όχι την ένταση)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ροοστάτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στάτης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)