ροπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροπή οι ροπές
      γενική της ροπής των ροπών
    αιτιατική τη ροπή τις ροπές
     κλητική ροπή ροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοπή < ῥέπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροπή θηλυκό

  1. η προς τα κάτω κλίση, κατωφέρεια
  2. (μηχανική) η συνέπεια εφαρμογής μιας δύναμης σε σώμα που μπορεί να περιστραφεί
  3. (μεταφορικά) η τάση προς κάτι
    έχει μια ροπή προς τις καταχρήσεις

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]