ρουθήνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουθήνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική ruthenium < λατινική Ruthenia < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα Русь (R u s ĭ) (οι Ρως)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουθήνιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 44 και χημικό σύμβολο το Ru
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρουθήνιο | τα | ρουθήνια |
γενική | του | ρουθηνίου & ρουθήνιου |
των | ρουθηνίων |
αιτιατική | το | ρουθήνιο | τα | ρουθήνια |
κλητική | ρουθήνιο | ρουθήνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρουθήνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουθήνιο
|
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)