ρυθμική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρυθμική οι ρυθμικές
      γενική της ρυθμικής των ρυθμικών
    αιτιατική τη ρυθμική τις ρυθμικές
     κλητική ρυθμική ρυθμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ρυθμική στην Ταϊβάν (2017)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρυθμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ρυθμικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾiθ.miˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυθ‐μι‐κή
ομόηχο: ρυθμικοί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρυθμική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ρυθμική