σίναπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σινάπι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῐνᾱπῐ- σῐνᾱπε-
ονομαστική τὸ σίναπῐ τὰ σινάπη
σινάπε
      γενική τοῦ σινάπεως τῶν σινάπεων
      δοτική τῷ σινάπει τοῖς σινάπεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σίναπῐ τὰ σινάπη
σινάπε
     κλητική ! σίναπῐ σινάπη
σινάπε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σινάπει
γεν-δοτ τοῖν  σιναπέοιν
Δείτε και σίναπυ, τοῦ σινάπυος.
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σίναπι < αρχαία ελληνική νᾶπυ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σινάπι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σίναπι ουδέτερο (σῐνᾱπῐ) (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]