σαβαγιάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαβαγιάρ < γαλλική savoyard (= ο προερχόμενος από τη Σαβοΐα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαβαγιάρ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  • είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, κυρίως ως βάση παρασκευής γλυκισμάτων.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]