σαγηνεύτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαγηνεύτρα οι σαγηνεύτρες
      γενική της σαγηνεύτρας των (σαγηνευτρών)
    αιτιατική τη σαγηνεύτρα τις σαγηνεύτρες
     κλητική σαγηνεύτρα σαγηνεύτρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαγηνεύτρα < σαγηνευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαγηνεύτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη σαγηνευτής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]