σακοράφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακοράφα οι σακοράφες
      γενική της σακοράφας
    αιτιατική τη σακοράφα τις σακοράφες
     κλητική σακοράφα σακοράφες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σακοράφα < σακοράφι + < μεσαιωνική ελληνική σακκοράφιον < (ελληνιστική κοινή) σακκοράφος (εννοείται: βελόνη) < σάκκος + ράβω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σακοράφα θηλυκό

  • μεγάλη βελόνα, με την οποία ράβουμε κάτι με σπάγγο
    Διότι, εἶπε ὁ σιδηρουργὸς, ἐὰν ὁ μαστορής σου τύχει νὰ χάσει τὴ σακοράφα του, ἠμπορεῖ νὰ περάσει μία κλωστὴ πέρα πέρα ἀπὸ τ' αὐτιά σου καὶ νὰ ἐξακολουθήσει τὸ ἔργο του. (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Τρομάρας)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]