σαλοτραπεζαρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλοτραπεζαρία οι σαλοτραπεζαρίες
      γενική της σαλοτραπεζαρίας των σαλοτραπεζαριών
    αιτιατική τη σαλοτραπεζαρία τις σαλοτραπεζαρίες
     κλητική σαλοτραπεζαρία σαλοτραπεζαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλοτραπεζαρία, σύνθετη λέξη < σαλόνι + τραπεζαρία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλοτραπεζαρία θηλυκό

  • μεγάλο δωμάτιο ενός διαμερίσματος με μεγάλο τραπέζι, που χρησιμεύει και για την καθημερινή ζωή και για την υποδοχή καλεσμένων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]