σαμάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένας σαμάνος στο νησί Olkhon Island της Σιβηρίας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαμάνος οι σαμάνοι
      γενική του σαμάνου των σαμάνων
    αιτιατική τον σαμάνο τους σαμάνους
     κλητική σαμάνε σαμάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαμάνος < (λόγιο δάνειο) γαλλική chaman[1] < ρωσική шаман (šamán)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαμάνος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]