σαμανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαμανισμός < γαλλική chamanisme < chaman < ρωσική шаман (šamán)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.ma.niˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμανισμός αρσενικό
- (θρησκεία) θρησκευτική / μυστικιστική / μαγική πρακτική που σχετίζεται με τις ενέργειες και τις ικανότητες των σαμάνων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σαμάνος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαμανισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)