σαράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαράκι τα σαράκια
      γενική του σαρακιού των σαρακιών
    αιτιατική το σαράκι τα σαράκια
     κλητική σαράκι σαράκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαράκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαράκι ουδέτερο

  1. σκώρος
  2. μαράζι, θλίψη
    ※  Το σαράκι αντίς να την τρώει την έτρεφε - είχε γίνει δυο φορές πιο παχιά. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]