σαρκαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρκαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sarcastique · σαρκασμός + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σαρκαστικός -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρκαστικός