σαρκοφάγου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σαρκοφάγου

  1. κλητική ενικού του σαρκοφάγος (αρσενικό)
  2. (λόγιο) γενική ενικού, θηλυκού γένους του σαρκοφάγος
  3. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του σαρκοφάγος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

σαρκοφάγου θηλυκό