σατινάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σατινάρισμα < σατινάρ(ω) + -ισμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σατινάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σατινάρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σατινάρισμα
|