σαφράνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαφράνι | τα | σαφράνια |
γενική | του | σαφρανιού | των | σαφρανιών |
αιτιατική | το | σαφράνι | τα | σαφράνια |
κλητική | σαφράνι | σαφράνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαφράνι ουδέτερο
- γένος φυτών της οικογένειας των Iridaceae
- ουσία που λαμβάνεται από τα άνθη του Crocus sativus
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σαφράνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαφράνι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)