σαχνισί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαχνισί | τα | σαχνισιά |
γενική | του | σαχνισιού | των | σαχνισιών |
αιτιατική | το | σαχνισί | τα | σαχνισιά |
κλητική | σαχνισί | σαχνισιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαχνισί ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) σκεπαστός εξώστης σε πρόβολο κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια, αρχιτεκτονικό στοιχείο σπιτιών της εποχής της Τουρκοκρατίας
- ※ Βρῆκε τὸ δάσκαλο […] στὸ σαχνισὶ τοῦ σπιτιοῦ. (Π.Σ. Δέλτα, Παραμύθι χωρὶς ὄνομα, 1910)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαχνισί
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)