σβέρκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σβέρκος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σβέρκος οι σβέρκοι
      γενική του σβέρκου των σβέρκων
    αιτιατική τον σβέρκο τους σβέρκους
     κλητική σβέρκε σβέρκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβέρκος < (άμεσο δάνειο) αλβανική zverk

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzveɾ.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβέρ‐κος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σβέρκος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • μας κάθισε στο σβέρκο: μας εξουσιάζει, μας τυραννάει
  • ψωνίσαμε από σβέρκο: λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει τη χαμηλή μας εκτίμηση για ένα πρόσωπο ή την απαισιοδοξία μας για την έκβαση μιας υπόθεσης.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]