σβουνιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβουνιά οι σβουνιές
      γενική της σβουνιάς των σβουνιών
    αιτιατική τη σβουνιά τις σβουνιές
     κλητική σβουνιά σβουνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβουνιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σβουνιά θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]