σεβαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεβαστικός < αρχαία ελληνική σεβαστικός < σέβας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ṫegʷ-
Επίθετο[επεξεργασία]
σεβαστικός, -ή , -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σέβας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεβαστικός