σεμνότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεμνότητα < αρχαία ελληνική σεμνότης < σεμνός + -ότης (> ότητα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεμνότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του σεμνού, η μετριοφροσύνη
- η ιδιότητα του σεμνού, στη συμπεριφορά και στο ντύσιμο