σερβί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερβί < γαλλική servi < μετοχή του ρήματος servir (υπηρετώ)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /seɾˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σερ‐βί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερβί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)