σηκωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐κω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
σηκωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σηκώνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σηκωμένος
|